πολυωπία

πολυωπία
η, Ν
ιατρ. διαταραχή τής μονοφθάλμιας όρασης κατά την οποία το μάτι αντιλαμβάνεται πολλά είδωλα τού ίδιου αντικειμένου, λόγω βλαβών τού κερατοειδούς ή τού κρυσταλλοειδούς φακού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyopia < πολυ-* + -ωπία < -ωψ (βλ. λ. όπωπα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”